λινόπεπλος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐνόπεπλος:''' -ον, αυτός που [[φορά]] λινό [[φόρεμα]] ή λινό πέπλο, σε Ανθ.
|lsmtext='''λῐνόπεπλος:''' -ον, αυτός που [[φορά]] λινό [[φόρεμα]] ή λινό πέπλο, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐνόπεπλος:''' одетый в льняные покровы ([[δαίμων]] Anth.).
}}
}}