σύμπυκνος: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύμπυκνος:''' -ον, αυτός που έχει συμπυκνωθεί, [[σφιχτός]], σε Ξεν.
|lsmtext='''σύμπυκνος:''' -ον, αυτός που έχει συμπυκνωθεί, [[σφιχτός]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''σύμπυκνος:''' плотный, твердый, жесткий Xen.
}}
}}