βλοσυρόφρων: Difference between revisions

1b
(7)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βλοσυρόφρων]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει σκληρό, άγριο [[φρόνημα]].
|mltxt=[[βλοσυρόφρων]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει σκληρό, άγριο [[φρόνημα]].
}}
{{elru
|elrutext='''βλοσῠρόφρων:''' 2, gen. ονος твердый, мужественный Aesch.
}}
}}