ἐπιμελέομαι: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιμελέομαι:''' και -[[μέλομαι]]· μέλ. <i>-μελήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-εμελήθην</i>, παρακ. <i>-μεμέλημαι</i>· αποθ.,<br /><b class="num">I.</b> [[αναλαμβάνω]] την [[φροντίδα]], έχω την [[επιμέλεια]], έχω την [[επιστασία]], τη [[διοίκηση]] ενός πράγματος, με γεν., σε Ηρόδ., Αττ.· [[περί]] τινος, [[ὑπέρ]] τινος, σε Ξεν.· με αιτ. και απαρ., [[φροντίζω]] ώστε..., σε Θουκ. κ.λπ.· ομοίως και, ἐπ. [[ὅπως]], σε Πλάτ.· απόλ., [[δίνω]] [[προσοχή]], [[προσέχω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για δημόσια αξιώματα, είμαι [[επιμελητής]] ενός πράγματος, σε Ξεν., Πλάτ.
|lsmtext='''ἐπιμελέομαι:''' και -[[μέλομαι]]· μέλ. <i>-μελήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-εμελήθην</i>, παρακ. <i>-μεμέλημαι</i>· αποθ.,<br /><b class="num">I.</b> [[αναλαμβάνω]] την [[φροντίδα]], έχω την [[επιμέλεια]], έχω την [[επιστασία]], τη [[διοίκηση]] ενός πράγματος, με γεν., σε Ηρόδ., Αττ.· [[περί]] τινος, [[ὑπέρ]] τινος, σε Ξεν.· με αιτ. και απαρ., [[φροντίζω]] ώστε..., σε Θουκ. κ.λπ.· ομοίως και, ἐπ. [[ὅπως]], σε Πλάτ.· απόλ., [[δίνω]] [[προσοχή]], [[προσέχω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για δημόσια αξιώματα, είμαι [[επιμελητής]] ενός πράγματος, σε Ξεν., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιμελέομαι:''' и [[ἐπιμέλομαι]] (fut. ἐπιμελήσομαι и ἐπιμεληθήσομαι; aor. ἐπιμελήθην; pf. ἐπιμεμέλημαι)<br /><b class="num">1)</b> заботиться, иметь попечение (τινος Her., Thuc., Arph., Arst., Plut., NT; περί τινος и [[ὑπέρ]] τινος Xen.; περί τινα и περί τι Plat., Arst.): γεωργὸν ἀγαθὸν τῶν [[νέων]] φυτῶν εἰκὸς [[πρῶτον]] ἐπιμεληθῆναι Plat. хорошему земледельцу надлежит прежде всего позаботиться о молодых растениях; ἐ. πᾶσαν ἐπιμέλειαν Plat. проявлять всяческую заботу, прилагать все старания; τῶν μοριῶν ἐλαιῶν ἐ. Lys. ухаживать за священными маслинами;<br /><b class="num">2)</b> обеспечивать, доставлять (sc. τὰ [[ἐπιτήδεια]] Xen.; τὰ ἄλλα πάντα τοῖς πολεμάρχοις Xen.): εἵλοντο Δρακόντιον δρόμου ἐπιμεληθῆναι Xen. (греки) выбрали Драконтия, чтобы он обеспечил ристалище;<br /><b class="num">3)</b> иметь наблюдение, ведать, управлять, руководить (τῶν δημοσίων Her.; τῶν δεκάδων Xen.; τῶν ἱερῶν Plat.);<br /><b class="num">4)</b> заниматься, упражняться (τῆς μαντικῆς Xen.; περὶ τῆς μουσικῆς Plat.; [[ὑπὲρ]] τῆς στρατηγίας Xen.; τῆς ἀρετῆς Plut.).
}}
}}