λιγυηχής: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐγυηχής:''' -ές ([[ἦχος]]), αυτός που αντηχεί με [[ευκρίνεια]], [[κιθάρη]], σε Ανθ.
|lsmtext='''λῐγυηχής:''' -ές ([[ἦχος]]), αυτός που αντηχεί με [[ευκρίνεια]], [[κιθάρη]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐγῠηχής:''' дор. [[λιγυαχής|λῐγῠᾱχής]] 2 полнозвучный, певучий ([[κιθάρα]] Anth.).
}}
}}