3,277,286
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σκηπτός:''' ὁ ([[σκήπτω]]), [[ξαφνικός]]· ο [[κεραυνός]] που πέφτει, σε Σοφ., Ξεν.· μεταφ., λέγεται για την [[πανούκλα]] ([[συμφορά]] που πέφτει [[ξαφνικά]]), σε Αισχύλ.· λέγεται για τον πόλεμο, σε Ευρ., Δημ. | |lsmtext='''σκηπτός:''' ὁ ([[σκήπτω]]), [[ξαφνικός]]· ο [[κεραυνός]] που πέφτει, σε Σοφ., Ξεν.· μεταφ., λέγεται για την [[πανούκλα]] ([[συμφορά]] που πέφτει [[ξαφνικά]]), σε Αισχύλ.· λέγεται για τον πόλεμο, σε Ευρ., Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκηπτός:''' ὁ<b class="num">1)</b> удар молнии (ἔδοξεν σ. [[πεσεῖν]] εἰς τὴν οἰκίαν Xen.);<br /><b class="num">2)</b> ураган, вихрь, смерч (χθονὸς τυφὼς [[ἀείρας]] σκηπτόν Soph.);<br /><b class="num">3)</b> перен. гроза, неожиданное бедствие: λοιμοῦ σ. Aesch. моровое поветрие; σ. πολεμίων Eur. внезапно нахлынувший враг. | |||
}} | }} |