ἐξερεύγομαι: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξερεύγομαι:''' Παθ., λέγεται για ποτάμια, [[εκβάλλω]], χύνομαι, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐξερεύγομαι:''' Παθ., λέγεται για ποτάμια, [[εκβάλλω]], χύνομαι, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξερεύγομαι:''' <b class="num">1)</b> изливаться Arst.: ὁ ποταμὸς ἐξερεύγεται στόμασι [[τεσσεράκοντα]] Her. река впадает (в море) сорока устьями;<br /><b class="num">2)</b> физиол. очищаться (διὰ τὸ [[σῶμα]] ἐξερεύγεσθαι Arst.).
}}
}}