καταδιαφθείρω: Difference between revisions

2b
(19)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταδιαφθείρω]] (Α)<br />[[κατασπαταλώ]] («[[καταδιαφθείρω]] τὰ πατρῷα» — [[κατασπαταλώ]] την πατρική [[περιουσία]]).
|mltxt=[[καταδιαφθείρω]] (Α)<br />[[κατασπαταλώ]] («[[καταδιαφθείρω]] τὰ πατρῷα» — [[κατασπαταλώ]] την πατρική [[περιουσία]]).
}}
{{elru
|elrutext='''καταδιαφθείρω:''' окончательно губить, pass. погибать (ἐν πυρί Luc.).
}}
}}