δουλεία: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δουλεία:''' ἡ, Ιων. δουληΐη ([[δουλεύω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[υπηρεσία]], [[σκλαβιά]], [[δουλεία]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> με περιληπτική [[σημασία]], σκλάβοι, δούλοι, κοινωνική [[τάξη]] των [[δούλων]], στο ίδ.
|lsmtext='''δουλεία:''' ἡ, Ιων. δουληΐη ([[δουλεύω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[υπηρεσία]], [[σκλαβιά]], [[δουλεία]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> με περιληπτική [[σημασία]], σκλάβοι, δούλοι, κοινωνική [[τάξη]] των [[δούλων]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δουλεία:''' ион. [[δουληΐη]], Pind. [[δουλία]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> рабство, неволя Aesch., Soph., Her., Thuc., Plat.: ἡ κατὰ πόλεμον δ. Arst. обращение военнопленных в рабство;<br /><b class="num">2)</b> рабская зависимость: ἡ τῶν κρεισσόνων δ. Thuc. зависимость от более сильных;<br /><b class="num">3)</b> тж. pl. рабы: ἢν δὲ ἡ δ. ἐπανιστῆται Thuc. если рабы поднимут восстание; εἱλωτεῖαι τε καὶ πενεστεῖαι καὶ δουλεῖαι Arst. илоты (у спартанцев), пенесты (у фессалийцев) и рабы (вообще).
}}
}}