μετενδύω: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετενδύω:'''<b class="num">I.</b> μτβ. στον αόρ. αʹ <i>μετ-ενέδῡσα</i>, [[βάζω]] άλλα ρούχα σε κάποιον, [[ερευνώ]] με [[νέες]] δυνάμεις, <i>τινά τι</i>, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., <i>μετενδύομαι</i>, με Ενεργ. αόρ. αʹ <i>μετενέδῡν</i>, φορώ άλλα ρούχα, σε Στράβ.
|lsmtext='''μετενδύω:'''<b class="num">I.</b> μτβ. στον αόρ. αʹ <i>μετ-ενέδῡσα</i>, [[βάζω]] άλλα ρούχα σε κάποιον, [[ερευνώ]] με [[νέες]] δυνάμεις, <i>τινά τι</i>, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., <i>μετενδύομαι</i>, με Ενεργ. αόρ. αʹ <i>μετενέδῡν</i>, φορώ άλλα ρούχα, σε Στράβ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετενδύω:''' (aor. μετενέδυσα) переодевать, надевать взамен ([[θοἰμάτιον]] [[βαρβαρικόν]] Luc.; med., перен. ἐς γυναικέα σχάνεα Plat.; [[καθάπερ]] ἐσθῆτι τῇ χροιᾷ Plut.).
}}
}}