προσφοιτάω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσφοιτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πηγαίνω]] [[κάπου]] [[συχνά]], [[συχνάζω]], [[προσφεύγω]] σε ένα [[μέρος]], σε Δημ. κ.λπ.· [[προσφοιτάω]] τινί, [[επισκέπτομαι]] [[συνεχώς]], [[συχνάζω]], σε Στράβ.
|lsmtext='''προσφοιτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πηγαίνω]] [[κάπου]] [[συχνά]], [[συχνάζω]], [[προσφεύγω]] σε ένα [[μέρος]], σε Δημ. κ.λπ.· [[προσφοιτάω]] τινί, [[επισκέπτομαι]] [[συνεχώς]], [[συχνάζω]], σε Στράβ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσφοιτάω:''' посещать, (при)ходить, захаживать (πρός τι Lys., Dem.): οἱ [[αὐτῷ]] προσπεφοιτηκότες Luc. посещавшие, т. е. ученики его (Аристотеля).
}}
}}