γάρος: Difference between revisions

1b
(8)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[γάρος]], ο, Μ και [[γάρος]], το)<br /><b>1.</b> η [[άλμη]], η [[σαλαμούρα]] [[μέσα]] στην οποία διατηρούνται ελιές, ψάρια, [[λαχανικά]] κ.λπ.<br /><b>2.</b> [[σάλτσα]] που γίνεται με μικρά ψάρια και [[αλάτι]] ή με αλατισμένα [[εντόσθια]] ψαριών, [[λάδι]] και [[λεμόνι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «ο [[γάρος]] [[είναι]] του ψωμιού ο [[χάρος]]» — με τον γάρο τρώει [[κανείς]] πολύ [[ψωμί]]<br /><b>2.</b> [[λέρα]], [[ρύπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο λατ. τ. <i>garum</i>, που εισήχθη και στις ρομανικές γλώσσες, [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική].
|mltxt=ο (AM [[γάρος]], ο, Μ και [[γάρος]], το)<br /><b>1.</b> η [[άλμη]], η [[σαλαμούρα]] [[μέσα]] στην οποία διατηρούνται ελιές, ψάρια, [[λαχανικά]] κ.λπ.<br /><b>2.</b> [[σάλτσα]] που γίνεται με μικρά ψάρια και [[αλάτι]] ή με αλατισμένα [[εντόσθια]] ψαριών, [[λάδι]] και [[λεμόνι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «ο [[γάρος]] [[είναι]] του ψωμιού ο [[χάρος]]» — με τον γάρο τρώει [[κανείς]] πολύ [[ψωμί]]<br /><b>2.</b> [[λέρα]], [[ρύπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο λατ. τ. <i>garum</i>, που εισήχθη και στις ρομανικές γλώσσες, [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική].
}}
{{elru
|elrutext='''γάρος:''' (ᾰ) ὁ рыбный соус или уха Aesch., Soph.
}}
}}