χειραγωγέω: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χειρᾰγωγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[οδηγώ]] κάποιον από το [[χέρι]], απόλ., σε Λουκ.
|lsmtext='''χειρᾰγωγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[οδηγώ]] κάποιον από το [[χέρι]], απόλ., σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''χειρᾰγωγέω:''' <b class="num">1)</b> вести за руку (τινα Plut., Luc., NT);<br /><b class="num">2)</b> руководить, направлять (τὴν εὕρεσιν Plut.).
}}
}}