3,274,919
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ναύφρακτος:''' ([[φράσσω]]), Αττ. ναύ-φαρκτος, -ον, αυτός που βρίσκεται περιφραγμένος από πλοία, σε Αισχύλ., Ευρ.· [[στρατός]], σε Αριστοφ.· <i>ναύφρακτον βλέπειν</i>, [[μοιάζω]] με πολεμικό [[πλοίο]], στον ίδ. | |lsmtext='''ναύφρακτος:''' ([[φράσσω]]), Αττ. ναύ-φαρκτος, -ον, αυτός που βρίσκεται περιφραγμένος από πλοία, σε Αισχύλ., Ευρ.· [[στρατός]], σε Αριστοφ.· <i>ναύφρακτον βλέπειν</i>, [[μοιάζω]] με πολεμικό [[πλοίο]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ναύφρακτος:''' защищенный кораблями, огражденный своим флотом ([[ὅμιλος]] Aesch.; [[στράτευμα]] Eur.; [[στρατός]] Arph.): ναύφρακτον βλέπειν Arph. предполож. глядеть словно целый флот, т. е. грозно, воинственно. | |||
}} | }} |