περιμετρέω: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιμετρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μετρώ]] [[ολόγυρα]], σε Λουκ.
|lsmtext='''περιμετρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μετρώ]] [[ολόγυρα]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''περιμετρέω:''' производить обмер, измерять (τὸ μέγεθός τινος Luc.).
}}
}}