λάταξ: Difference between revisions

304 bytes added ,  31 December 2018
3
(22)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[λάταξ]], -αγος)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[είδος]] μεγάλων σαρκοφάγων υδρόβιων θηλαστικών με [[ωραίο]] [[τρίχωμα]], στα οποία υπάγονται οι ενυδρίδες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ λάταγες</i><br />(στο [[παιχνίδι]] του κοττάβου) οι λίγες σταγόνες του κρασιού που απέμεναν στον πυθμένα του ποτηριού και τις οποίες αυτοί που έπαιζαν τον κότταβο έριχναν σε χάλκινο [[αγγείο]], στο λαταγείο<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> ο [[ήχος]] τών λατάγων που έπεφταν στο λαταγείο<br /><b>3.</b> παρυδάτιο [[τετράποδο]], ίσως ο [[κάστορας]] («[[ὥσπερ]] ἐνυδρὶς καὶ [[λάταξ]] καὶ [[κροκόδειλος]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>λάτ</i>-<i>αξ</i> εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αξ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>άρπ</i>-<i>αξ</i>). Η [[σύνδεση]] της με κελτικές και γερμανικές λ. με σημ. «[[βάλτος]], [[τέλμα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> μέσ. ιρλδ. <i>laith</i> «[[βάλτος]]», <i>lathach</i> «[[λάσπη]]», αρχ. νορβ. <i>lepja</i> «[[βόρβορος]], [[λάσπη]]») και η [[αναγωγή]] της σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>lat</i>- «[[υγρός]], [[βάλτος]]» εμφανίζει δυσχέρειες. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη [[μορφή]] <i>latex</i>, -<i>icis</i> «[[ρευστότητα]]». Ο τ. [[λάταξ]] με τη σημ. «παρυδάτιο [[τετράποδο]]» συνδέεται πιθ. ετυμολογικώς με τον τ. [[λάταξ]] με σημ. «σταγόνες του κρασιού που απομένουν στον πυθμένα του ποτηριού»].
|mltxt=η (Α [[λάταξ]], -αγος)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[είδος]] μεγάλων σαρκοφάγων υδρόβιων θηλαστικών με [[ωραίο]] [[τρίχωμα]], στα οποία υπάγονται οι ενυδρίδες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ λάταγες</i><br />(στο [[παιχνίδι]] του κοττάβου) οι λίγες σταγόνες του κρασιού που απέμεναν στον πυθμένα του ποτηριού και τις οποίες αυτοί που έπαιζαν τον κότταβο έριχναν σε χάλκινο [[αγγείο]], στο λαταγείο<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> ο [[ήχος]] τών λατάγων που έπεφταν στο λαταγείο<br /><b>3.</b> παρυδάτιο [[τετράποδο]], ίσως ο [[κάστορας]] («[[ὥσπερ]] ἐνυδρὶς καὶ [[λάταξ]] καὶ [[κροκόδειλος]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>λάτ</i>-<i>αξ</i> εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αξ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>άρπ</i>-<i>αξ</i>). Η [[σύνδεση]] της με κελτικές και γερμανικές λ. με σημ. «[[βάλτος]], [[τέλμα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> μέσ. ιρλδ. <i>laith</i> «[[βάλτος]]», <i>lathach</i> «[[λάσπη]]», αρχ. νορβ. <i>lepja</i> «[[βόρβορος]], [[λάσπη]]») και η [[αναγωγή]] της σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>lat</i>- «[[υγρός]], [[βάλτος]]» εμφανίζει δυσχέρειες. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη [[μορφή]] <i>latex</i>, -<i>icis</i> «[[ρευστότητα]]». Ο τ. [[λάταξ]] με τη σημ. «παρυδάτιο [[τετράποδο]]» συνδέεται πιθ. ετυμολογικώς με τον τ. [[λάταξ]] με σημ. «σταγόνες του κρασιού που απομένουν στον πυθμένα του ποτηριού»].
}}
{{elru
|elrutext='''λάταξ:''' ᾰγος (λᾰ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> остаток вина в чаше (выплескивавшийся при игре в [[κότταβος]], см.) ([[Ἀφροδισία]] λ. Soph.);<br /><b class="num">2)</b> предполож. бобр Arst.
}}
}}