κάτοχος: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κάτοχος:''' -ον ([[κατέχω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κρατά [[κάτι]] προς τα [[κάτω]], που κρατά [[σφιχτά]], [[συνεκτικός]], [[ανθεκτικός]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αυτός που κρατιέται προς τα [[κάτω]], είναι δεμένος [[σφιχτά]], υποκείμενος, υποταγμένος, σε Αισχύλ., Σοφ.· [[κάτοχος]] [[υποτελής]] σ' αυτόν, σε Ευρ.
|lsmtext='''κάτοχος:''' -ον ([[κατέχω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κρατά [[κάτι]] προς τα [[κάτω]], που κρατά [[σφιχτά]], [[συνεκτικός]], [[ανθεκτικός]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αυτός που κρατιέται προς τα [[κάτω]], είναι δεμένος [[σφιχτά]], υποκείμενος, υποταγμένος, σε Αισχύλ., Σοφ.· [[κάτοχος]] [[υποτελής]] σ' αυτόν, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κάτοχος:''' <b class="num">1)</b> крепкий, прочный ([[δεσμός]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> крепко удерживаемый, связанный, скованный (γαίᾳ Aesch.; ὕπνῳ Soph.);<br /><b class="num">3)</b> одержимый, вдохновляемый (Ἄρεϊ Eur.; δαίμονί τινι Arst.; ἐκ θεοῦ Plut.);<br /><b class="num">4)</b> обуреваемый (τύφῳ Luc.);<br /><b class="num">5)</b> захваченный, увлеченный (ὑφ᾽ ἡδονῆς Plut.);<br /><b class="num">6)</b> крепко удерживающий в памяти, хорошо запоминающий (κ. καὶ [[μνημονικός]] Plut.).
}}
}}