ἀνεπίμικτος: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεπίμικτος:''' -ον ([[ἐπιμίγνυμι]]), μη αναμεμιγμένος με άλλους, [[ακοινώνητος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀνεπίμικτος:''' -ον ([[ἐπιμίγνυμι]]), μη αναμεμιγμένος με άλλους, [[ακοινώνητος]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεπίμικτος:''' <b class="num">1)</b> несмешанный (τινι Arst., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> несмешивающийся (τὰ ἀνεπίμικτα καὶ ἀσυνάλλακτα Plut.);<br /><b class="num">3)</b> необщительный, недоступный, замкнутый ([[δίαιτα]] Plut.): [[αὕτη]] ἀ. ἐγένετο ξενικαῖς δυνάμεσιν Diod. эта (страна) не подвергалась нашествию иноземных войск; [[πόλεμος]] ἀ. Plut. война, полностью разобщающая воюющие народы.
}}
}}