εἰσαναγκάζω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰσᾰναγκάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[πιέζω]], ωθώ, [[εξαναγκάζω]] σε [[κάτι]], [[υποχρεώνω]], [[επιβάλλω]], <i>τινά</i>, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''εἰσᾰναγκάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[πιέζω]], ωθώ, [[εξαναγκάζω]] σε [[κάτι]], [[υποχρεώνω]], [[επιβάλλω]], <i>τινά</i>, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰσαναγκάζω:''' принуждать (τινά Aesch.; ποιεῖν τι Plat.).
}}
}}