ὀλβιόδωρος: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀλβιόδωρος:''' -ον ([[δῶρον]]), αυτός που παρέχει [[ευδαιμονία]], [[ευτυχία]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ὀλβιόδωρος:''' -ον ([[δῶρον]]), αυτός που παρέχει [[ευδαιμονία]], [[ευτυχία]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλβιόδωρος:''' дарующий счастье, щедро одаряющий ([[χθών]] Eur.).
}}
}}