ἀσυνύπαρκτος: Difference between revisions

1b
(6)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀσυνύπαρκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν μπορεί να συνυπάρξει με κάποιον άλλον.
|mltxt=[[ἀσυνύπαρκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν μπορεί να συνυπάρξει με κάποιον άλλον.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσυνύπαρκτος:''' не сосуществующий, несовместимый (ἀξιώματα Sext.).
}}
}}