σχίζα: Difference between revisions

143 bytes added ,  31 December 2018
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σχίζα:''' Ιων. [[σχίζη]], <i>-ης</i>, <i>ἡ</i> ([[σχίζω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[κομμάτι]] ξύλου που έχει αποσχισθεί, [[ροκανίδι]], [[πελεκούδι]], [[σκλήθρα]], Λατ. [[scindula]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· στον πληθ., ξύλα σχισμένα σε μικρά κομμάτια, καυσόξυλα, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[βέλος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''σχίζα:''' Ιων. [[σχίζη]], <i>-ης</i>, <i>ἡ</i> ([[σχίζω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[κομμάτι]] ξύλου που έχει αποσχισθεί, [[ροκανίδι]], [[πελεκούδι]], [[σκλήθρα]], Λατ. [[scindula]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· στον πληθ., ξύλα σχισμένα σε μικρά κομμάτια, καυσόξυλα, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[βέλος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''σχίζα:''' ион. [[σχίζη]] ἡ щепка, лучина или полено Hom., Arph.; pl. дрова Hom.
}}
}}