περίθυμος: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περίθῡμος:''' -ον, [[πολύ]] οργισμένος, σε Αισχύλ.· επίρρ. <i>-μως</i>, στον ίδ.· [[περιθύμως]] ἔχειν, είμαι [[πολύ]] θυμωμένος, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''περίθῡμος:''' -ον, [[πολύ]] οργισμένος, σε Αισχύλ.· επίρρ. <i>-μως</i>, στον ίδ.· [[περιθύμως]] ἔχειν, είμαι [[πολύ]] θυμωμένος, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''περίθῡμος:''' полный гнева, гневный (κατάραι Aesch.).
}}
}}