νάρδινος: Difference between revisions

3
(26)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[νάρδινος]], -ίνη, -ον) [[νάρδος]]<br /><b>1.</b> [[ναρδικός]], από [[νάρδο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «νάρδινο [[μύρο]]» — [[ελαιώδης]] αρωματική [[ουσία]] που προέρχεται από τη [[νάρδο]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[νάρδινος]], -ίνη, -ον) [[νάρδος]]<br /><b>1.</b> [[ναρδικός]], από [[νάρδο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «νάρδινο [[μύρο]]» — [[ελαιώδης]] αρωματική [[ουσία]] που προέρχεται από τη [[νάρδο]].
}}
{{elru
|elrutext='''νάρδῐνος:''' приготовленный из нарда ([[μύρον]] Men., Polyb.).
}}
}}