ἀστραγαλωτός: Difference between revisions

1b
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀστραγαλωτός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> «ἀστραγαλωτὴ [[μάστιξ]]», ή «ἀστραγαλωτὴ [[ἱμάς]]» — [[μαστίγιο]] στο οποίο έχουν προσδεθεί αστράγαλοι, κότσια<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] φυτού<br /><b>3.</b> «αστραγαλωτή [[στυπτηρία]]» — [[είδος]] στύψης (Γαληνός)<br /><b>4.</b> «[[ἀστραγαλωτός]] [[χιτών]]» — αυτός που φθάνει [[μέχρι]] τους αστραγάλους, [[μακρύς]].
|mltxt=[[ἀστραγαλωτός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> «ἀστραγαλωτὴ [[μάστιξ]]», ή «ἀστραγαλωτὴ [[ἱμάς]]» — [[μαστίγιο]] στο οποίο έχουν προσδεθεί αστράγαλοι, κότσια<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] φυτού<br /><b>3.</b> «αστραγαλωτή [[στυπτηρία]]» — [[είδος]] στύψης (Γαληνός)<br /><b>4.</b> «[[ἀστραγαλωτός]] [[χιτών]]» — αυτός που φθάνει [[μέχρι]] τους αστραγάλους, [[μακρύς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀστρᾰγᾰλωτός:''' с вплетенными внутрь бабками ([[μάστιξ]] Plut.).
}}
}}