ληματιάω: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λημᾰτιάω:''' ([[λῆμα]]), μόνο στον ενεστ., [[μεγαλοφρονώ]], είμαι [[αποφασιστικός]], έχω [[θάρρος]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''λημᾰτιάω:''' ([[λῆμα]]), μόνο στον ενεστ., [[μεγαλοφρονώ]], είμαι [[αποφασιστικός]], έχω [[θάρρος]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''λημᾰτιάω:''' (только praes.) быть отважным Arph.
}}
}}