στοιχέω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στοιχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[στοῖχος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[βαδίζω]] σε [[γραμμή]], σε [[σειρά]] ή [[παράταξη]]· [[βαδίζω]] σε [[παράταξη]] μάχης, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> με δοτ., βρίσκομαι στη [[γραμμή]] με, [[συμπορεύομαι]], υποτάσσομαι σε [[αρχή]] ή κανόνα, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''στοιχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[στοῖχος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[βαδίζω]] σε [[γραμμή]], σε [[σειρά]] ή [[παράταξη]]· [[βαδίζω]] σε [[παράταξη]] μάχης, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> με δοτ., βρίσκομαι στη [[γραμμή]] με, [[συμπορεύομαι]], υποτάσσομαι σε [[αρχή]] ή κανόνα, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''στοιχέω:''' <b class="num">1)</b> воен. выстраиваться или быть выстроенным в походном порядке: ἡ ἑκατοστὺς στοιχοῦσα Xen. выстроенная сотня;<br /><b class="num">2)</b> следовать: κατὰ τὸ στοιχοῦν Arst. последовательно, по порядку; σ. τινι Polyb., Sext., NT следовать кому(чему)-л.
}}
}}