δυστόχαστος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυστόχαστος:''' -ον ([[δυσ-]], [[στοχάζομαι]]), [[δύσκολος]] στην [[επίτευξη]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''δυστόχαστος:''' -ον ([[δυσ-]], [[στοχάζομαι]]), [[δύσκολος]] στην [[επίτευξη]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυστόχαστος:''' v. l. [[δυσστόχαστος]] 2 досл. в который трудно попасть, перен. трудно определимый (ὁ [[καιρός]] Plut.).
}}
}}