σύγκωλος: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύγκωλος:''' -ον ([[κῶλον]]), αυτός που τα [[μέλη]] του είναι [[πολύ]] κοντά το ένα στο [[άλλο]], [[συμπαγής]] στη [[διάπλαση]] του σώματος, σε Ξεν.
|lsmtext='''σύγκωλος:''' -ον ([[κῶλον]]), αυτός που τα [[μέλη]] του είναι [[πολύ]] κοντά το ένα στο [[άλλο]], [[συμπαγής]] στη [[διάπλαση]] του σώματος, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''σύγκωλος:''' плотно прилегающий, т. е. прямой, стройный (σκέλη Xen.).
}}
}}