3,277,019
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τετράκερως:''' -ων ([[κέρας]]), αυτός που έχει [[τέσσερα]] κέρατα, σε Ανθ. | |lsmtext='''τετράκερως:''' -ων ([[κέρας]]), αυτός που έχει [[τέσσερα]] κέρατα, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τετράκερως:''' 2, gen. ωτος (ᾰ) четырехрогий (ἕλαφος Anth.). | |||
}} | }} |