ἀπόρρητος: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόρρητος:''' -ον ([[ἀπερῶ]]),<br /><b class="num">I.</b> απαγορευμένος· <i>ἀπόρρητον πόλει</i>, παρότι ήταν απαγορευμένο στους πολίτες, σε Σοφ.· <i>τὰἀπόρρητα</i>, τα εμπορεύμτα των οποίων η [[εξαγωγή]] ήταν απαγορευμένη, [[λαθραία]] εμπορεύματα, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός για τον οποίο δεν πρέπει να γίνεται ή δεν θα έπρεπε να έχει γίνει [[λόγος]], [[μυστικός]], Λατ. tacendus· <i>ἀπόρρητον ποιεῖσθαι</i>, [[κρατώ]] [[κάτι]] κρυφό, σε Ηρόδ.· [[κύριος]] καὶ ῥητῶν καὶ ἀπορρήτων, λέγεται για τον Φίλιππο τον Μακεδόνα, όπως το Λατ. dicenda tacenda, σε Δημ.· <i>ἀπόρρητον</i>, <i>τό</i>, το [[μυστικό]] της πολιτείας, το κρατικό [[μυστικό]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ιερά πράγματα, [[μυστικός]], [[απόκρυφος]], [[άρρητος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> αυτός ο [[οποίος]] δεν αρμόζει να αναφέρεται, [[αποτρόπαιος]], [[βδέλυγμα]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀπόρρητος:''' -ον ([[ἀπερῶ]]),<br /><b class="num">I.</b> απαγορευμένος· <i>ἀπόρρητον πόλει</i>, παρότι ήταν απαγορευμένο στους πολίτες, σε Σοφ.· <i>τὰἀπόρρητα</i>, τα εμπορεύμτα των οποίων η [[εξαγωγή]] ήταν απαγορευμένη, [[λαθραία]] εμπορεύματα, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός για τον οποίο δεν πρέπει να γίνεται ή δεν θα έπρεπε να έχει γίνει [[λόγος]], [[μυστικός]], Λατ. tacendus· <i>ἀπόρρητον ποιεῖσθαι</i>, [[κρατώ]] [[κάτι]] κρυφό, σε Ηρόδ.· [[κύριος]] καὶ ῥητῶν καὶ ἀπορρήτων, λέγεται για τον Φίλιππο τον Μακεδόνα, όπως το Λατ. dicenda tacenda, σε Δημ.· <i>ἀπόρρητον</i>, <i>τό</i>, το [[μυστικό]] της πολιτείας, το κρατικό [[μυστικό]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ιερά πράγματα, [[μυστικός]], [[απόκρυφος]], [[άρρητος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> αυτός ο [[οποίος]] δεν αρμόζει να αναφέρεται, [[αποτρόπαιος]], [[βδέλυγμα]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόρρητος:''' <b class="num">1)</b> запрещенный, запретный Soph., Her., Arph., Xen., Plut.: ἀπόρρητον μηδὲν ποιεῖσθαι Plat. ничего не запрещать;<br /><b class="num">2)</b> не подлежащий огласке, тайный (ῥητὰ καὶ ἀπόρρητα Dem.; πιστεῦσαί τινι λόγον ἀπόρρητον Plut.): ἐν ἀπορρήτῳ (ἐν ἀπορρήτοις) Xen., Plat., Arst. и δι᾽ ἀπορρήτων Plat. в тайне;<br /><b class="num">3)</b> невыразимый, недопустимый, позорный, ужасный (ἀδικίαι Plat.; ἀπόρρητα λέγειν τινά Plut.): τὰ ἀπόρρητα Plut. = τὰ αἰδοῖα.
}}
}}