ἀργυρικός: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀργῠρικός:''' -ή, -όν ([[ἄργυρος]]), αυτός που προέρχεται ή προορίζεται να κοπεί σε [[ασήμι]], ο [[χρηματικός]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀργῠρικός:''' -ή, -όν ([[ἄργυρος]]), αυτός που προέρχεται ή προορίζεται να κοπεί σε [[ασήμι]], ο [[χρηματικός]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀργῠρικός:''' уплачиваемый серебром, денежный ([[ζημία]] Diod., Plut.).
}}
}}