ἀτάομαι: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀτάομαι:''' [ᾱ], Παθ. ([[ἄτη]]), [[υποφέρω]] φοβερά, βρίσκομαι σε [[μεγάλη]] στενοχώρια, <i>ἀτώμενος</i>, σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''ἀτάομαι:''' [ᾱ], Παθ. ([[ἄτη]]), [[υποφέρω]] φοβερά, βρίσκομαι σε [[μεγάλη]] στενοχώρια, <i>ἀτώμενος</i>, σε Σοφ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτάομαι:''' (ᾱτ) быть несчастным, страдать, мучиться Soph., Eur.
}}
}}