ἀπάγχω: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπάγχω:''' μέλ. <i>-άγξω</i>, [[στραγγαλίζω]], [[πνίγω]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· πνίγομαι από την [[οργή]] μου, σε Αριστοφ. — Μέσ. και Παθ., [[απαγχονίζω]] τον εαυτό μου, οδηγούμαι στην [[αγχόνη]], απαγχονίζομαι, σε Ηρόδ., Αττ.· είμαι [[έτοιμος]] να κρεμαστώ, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀπάγχω:''' μέλ. <i>-άγξω</i>, [[στραγγαλίζω]], [[πνίγω]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· πνίγομαι από την [[οργή]] μου, σε Αριστοφ. — Μέσ. και Παθ., [[απαγχονίζω]] τον εαυτό μου, οδηγούμαι στην [[αγχόνη]], απαγχονίζομαι, σε Ηρόδ., Αττ.· είμαι [[έτοιμος]] να κρεμαστώ, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπάγχω:''' (aor. [[ἀπῆγξα]]) удавливать, душить (τινά Hom., Arph.; τινὰ ταῖς χερσίν Plut.; ἑαυτόν Luc.); med. удавливаться Her., Xen., Arph., Arst., Plut., вешаться (ἔκ τινος Aesch., Thuc.).
}}
}}