ἔμψοφος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔμψοφος:''' -ον (ἐν), αυτός που ηχεί, που κάνει κρότο, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἔμψοφος:''' -ον (ἐν), αυτός που ηχεί, που κάνει κρότο, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔμψοφος:''' звучный: ἔμψοφα φιλεῖν Anth. звучно целовать.
}}
}}