ἐπαγάλλομαι: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπᾰγάλλομαι:''' Παθ., [[καυχιέμαι]], [[χαίρομαι]], θριαμβολογώ για [[κάτι]], με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἐπί]] τινι, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐπᾰγάλλομαι:''' Παθ., [[καυχιέμαι]], [[χαίρομαι]], θριαμβολογώ για [[κάτι]], με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἐπί]] τινι, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπᾰγάλλομαι:''' находить удовольствие, наслаждаться, радоваться (τινι Hom. и ἐπί τινι Xen.).
}}
}}