ἀείβολος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀείβολος:''' -ον ([[βάλλω]]), αυτός που βάλλεται [[συνεχώς]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀείβολος:''' -ον ([[βάλλω]]), αυτός που βάλλεται [[συνεχώς]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀείβολος:''' постоянно кидаемый ([[σφαῖρα]] Anth.).
}}
}}