ταλαιπωρία: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰλαιπωρία:''' Ιων. [[ταλαιπωρίη]], ἡ,<br /><b class="num">1.</b> σκληρή και κοπιαστική [[εργασία]], [[μεγάλος]] [[κόπος]], σε Θουκ.· στον πληθ., κακουχίες, δυσχέρειες, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σωματικός]] [[πόνος]] προκαλούμενος από [[ασθένεια]], σε Θουκ.
|lsmtext='''τᾰλαιπωρία:''' Ιων. [[ταλαιπωρίη]], ἡ,<br /><b class="num">1.</b> σκληρή και κοπιαστική [[εργασία]], [[μεγάλος]] [[κόπος]], σε Θουκ.· στον πληθ., κακουχίες, δυσχέρειες, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σωματικός]] [[πόνος]] προκαλούμενος από [[ασθένεια]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰλαιπωρία:''' ион. τᾰλαιπωρίη ἡ страдание, мучение, мука (ἐν τοῖς ἔργοις Polyb.): ἀποκαθάρσεις χολῆς [[μετὰ]] ταλαιπωρίας [[μεγάλης]] Thuc. сопряженные с сильной болью выделения желчи; τετρυμένοι ταλαιπωρίῃσί τε καὶ ἡλίῳ Her. истомленные страданиями и солнечным зноем.
}}
}}