κρανίον: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρᾱνίον:''' τό ([[κάρα]]), το πάνω [[μέρος]] του κεφαλιού, [[κρανίο]], σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ., Ευρ.
|lsmtext='''κρᾱνίον:''' τό ([[κάρα]]), το πάνω [[μέρος]] του κεφαλιού, [[κρανίο]], σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κρᾱνίον:''' τό [[κάρη]]<br /><b class="num">1)</b> верхняя часть головы, черепная крышка ([[ὅθι]] τε πρῶται [[τρίχες]] ἵππων κρανίῳ [[ἐμπεφύασι]] Hom.; κεφαλῆς τὸ τριχωτὸν [[μέρος]] κ. καλεῖται Arst.);<br /><b class="num">2)</b> черепная коробка, череп (τὸ τῆς κεφαλῆς [[ὀστοῦν]] καλεῖται κ. Arst.; πίνειν ἐκ τῶν κρανίων κεχρυσωμένων Plat.);<br /><b class="num">3)</b> (в Иерусалиме) лобное место, Голгофа (Γολγοθᾶ, ὅ ἐστι λεγόμενος κρανίου [[τόπος]] NT).
}}
}}