συναμιλλάομαι: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνᾰμιλλάομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[διαγωνίζομαι]] ή [[αμιλλώμαι]], [[μάχομαι]] μαζί με, σε Ευρ.
|lsmtext='''συνᾰμιλλάομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[διαγωνίζομαι]] ή [[αμιλλώμαι]], [[μάχομαι]] μαζί με, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνᾰμιλλάομαι:''' состязаться, соревноваться Plut.
}}
}}