3,274,447
edits
(5) |
(3) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μῑκρός:''' και σμῑκρός, -ά, -όν, Δωρ. [[μικκός]] (βλ. αυτ.)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μικρός]], [[μικροκαμωμένος]], από [[άποψη]] μεγέθους, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης, από [[άποψη]] ποσότητας, σε Ησίοδ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ως προς το βαθμό ή τη [[σπουδαιότητα]], [[μικρός]], [[ασήμαντος]], κοινότοπος, [[ισχνός]], σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.· <i>σμικρὸς τίθησί με</i>, με θεωρεί μικρής αξίας, σε Σοφ.· <i>οὐ σμικρὸν φρονεῖ</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για χρόνο, [[βραχύς]], [[σύντομος]], σε Πίνδ., Αριστοφ. κ.λπ.· <i>ἐν σμικρῷ</i> (ενν. <i>χρόνῳ</i>), [[σύντομα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> επιρρ. χρήσεις,<br /><b class="num">1.</b> ως ομαλό επίρρ., [[σμικρῶς]], [[απλώς]] σε μικρή [[έκταση]], [[διάρκεια]], [[ποσότητα]], αξία, κ.λπ., υπερθ. <i>σμικρότατα</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> <i>σμικροῦ</i> ή <i>μικροῦ</i>, παρ' ολίγο, [[σχεδόν]], στον ίδ., σε Δημ.· πλήρως, μικροῦ [[δεῖ]] ή [[δεῖν]], βλ. [[δεῖ]] II· [[αλλά]], μικροῦ [[πρίασθαι]], [[αγοράζω]] αντί μικρού ποσού, φθηνά, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> <i>μικρῷ</i>, λίγο, με συγκρ., σε Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> <i>[[μικρόν]]</i> και <i>μικρά</i>, λίγο, σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">5.</b> με πρόθ., <b>α)</b> <i>ἐπὶ σμικρόν</i>, για λίγο, σε Σοφ. <b>β)</b> <i>κατὰ [[μικρόν]]</i>, σε μικρά κομμάτια, σε Ξεν.· ομοίως, <i>κατὰ μικρὰ γενόμενοι</i>, στον ίδ.· επίσης, λίγο-λίγο, κατὰ μικρὸν [[ἀεί]], σε Αριστοφ. <b>γ)</b> <i>παρὰ [[μικρόν]]</i>, παρ' ολίγο, παρὰ μικρὸν [[ἐλθεῖν]], με απαρ., είμαι στο [[πάρα]] [[πέντε]] να κάνω [[κάτι]], σε Ευρ. <b>δ)</b> [[μετὰ]] [[μικρόν]], λίγο αργότερα, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">IV.</b>[[εκτός]] από τον ομαλό συγκρ. και υπερθ. <i>[[μικρότερος]]</i>, <i>-ότατος</i>, υπάρχουν οι ανώμ. [[ἐλάσσων]], [[ἐλάχιστος]], από το [[ἐλαχύς]], και [[μείων]] ή [[μειότερος]], [[μειότατος]]. | |lsmtext='''μῑκρός:''' και σμῑκρός, -ά, -όν, Δωρ. [[μικκός]] (βλ. αυτ.)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μικρός]], [[μικροκαμωμένος]], από [[άποψη]] μεγέθους, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης, από [[άποψη]] ποσότητας, σε Ησίοδ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ως προς το βαθμό ή τη [[σπουδαιότητα]], [[μικρός]], [[ασήμαντος]], κοινότοπος, [[ισχνός]], σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.· <i>σμικρὸς τίθησί με</i>, με θεωρεί μικρής αξίας, σε Σοφ.· <i>οὐ σμικρὸν φρονεῖ</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για χρόνο, [[βραχύς]], [[σύντομος]], σε Πίνδ., Αριστοφ. κ.λπ.· <i>ἐν σμικρῷ</i> (ενν. <i>χρόνῳ</i>), [[σύντομα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> επιρρ. χρήσεις,<br /><b class="num">1.</b> ως ομαλό επίρρ., [[σμικρῶς]], [[απλώς]] σε μικρή [[έκταση]], [[διάρκεια]], [[ποσότητα]], αξία, κ.λπ., υπερθ. <i>σμικρότατα</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> <i>σμικροῦ</i> ή <i>μικροῦ</i>, παρ' ολίγο, [[σχεδόν]], στον ίδ., σε Δημ.· πλήρως, μικροῦ [[δεῖ]] ή [[δεῖν]], βλ. [[δεῖ]] II· [[αλλά]], μικροῦ [[πρίασθαι]], [[αγοράζω]] αντί μικρού ποσού, φθηνά, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> <i>μικρῷ</i>, λίγο, με συγκρ., σε Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> <i>[[μικρόν]]</i> και <i>μικρά</i>, λίγο, σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">5.</b> με πρόθ., <b>α)</b> <i>ἐπὶ σμικρόν</i>, για λίγο, σε Σοφ. <b>β)</b> <i>κατὰ [[μικρόν]]</i>, σε μικρά κομμάτια, σε Ξεν.· ομοίως, <i>κατὰ μικρὰ γενόμενοι</i>, στον ίδ.· επίσης, λίγο-λίγο, κατὰ μικρὸν [[ἀεί]], σε Αριστοφ. <b>γ)</b> <i>παρὰ [[μικρόν]]</i>, παρ' ολίγο, παρὰ μικρὸν [[ἐλθεῖν]], με απαρ., είμαι στο [[πάρα]] [[πέντε]] να κάνω [[κάτι]], σε Ευρ. <b>δ)</b> [[μετὰ]] [[μικρόν]], λίγο αργότερα, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">IV.</b>[[εκτός]] από τον ομαλό συγκρ. και υπερθ. <i>[[μικρότερος]]</i>, <i>-ότατος</i>, υπάρχουν οι ανώμ. [[ἐλάσσων]], [[ἐλάχιστος]], από το [[ἐλαχύς]], και [[μείων]] ή [[μειότερος]], [[μειότατος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μῑκρός:''' и σμῑκρός, дор.-беот. [[μικκός]] 3 (compar. μικρότερος - чаще [[μείων]], [[μειότερος]] и [[ἐλάσσων]]; superl. μικρότατος - чаще [[μεῖστος]], [[μειότατος]] и [[ἐλάχιστος]])<br /><b class="num">1)</b> малый, маленький, небольшой ([[ὄρνις]] Hom.; ἄστεα Her.): μ. [[δέμας]] Hom. малорослый; μ. [[λίθος]] [[μέγα]] κῦμ᾽ ἀποέργει погов. Hom. маленький камень сдерживает большую волну; μ. δ᾽ ὁρᾶν Arph. маленький на вид;<br /><b class="num">2)</b> немногочисленный, скудный, небольшой ([[ἔλαιον]], [[ἀργύριον]] Xen.): σμιχρὸν ἐπὶ [[σμικρῷ]] [[καταθεῖναι]] Hes. накапливать мало-помалу;<br /><b class="num">3)</b> слабый, маловажный ([[ἔγκλημα]] Soph.): ἐκ σμικροῦ λόγου Soph. по ничтожному поводу; ἐν [[σμικρῷ]] ποιεῖσθαι Soph. и ἐν [[μικρῷ]] προσλαμβάνεσθαι Polyb. не придавать большого значения; σμικρότατος τὴν δύναμιν Plat. самый незначительный;<br /><b class="num">4)</b> непродолжительный, короткий (ἐν [[μικρῷ]], sc. χρόνῳ Pind., Eur.). - см. тж. [[μικρόν]], [[μικροῦ]], [[μικρῷ]]. | |||
}} | }} |