συνδιαμένω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνδιαμένω:''' [[διαμένω]], [[παραμένω]] από κοινού με άλλους, σε Ξεν.
|lsmtext='''συνδιαμένω:''' [[διαμένω]], [[παραμένω]] από κοινού με άλλους, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''συνδιαμένω:''' <b class="num">1)</b> оставаться вместе Xen.;<br /><b class="num">2)</b> проявлять выдержку, быть стойким (ἐν ἀτυχίαις Arst.).
}}
}}