λυσσομανής: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λυσσομᾰνής:''' -ές ([[μαίνομαι]]), αυτός που έχει μανιώδη, λυσσώδη [[ορμή]], [[λυσσασμένος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''λυσσομᾰνής:''' -ές ([[μαίνομαι]]), αυτός που έχει μανιώδη, λυσσώδη [[ορμή]], [[λυσσασμένος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''λυσσομᾰνής:''' <b class="num">1)</b> яростный, страшный в своей ярости ([[κακόν]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> развевающийся как у безумного (πλόκαμοι Anth.).
}}
}}