εὔκομπος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔκομπος:''' -ον, αυτός που ηχεί [[δυνατά]], σε Ευρ.
|lsmtext='''εὔκομπος:''' -ον, αυτός που ηχεί [[δυνατά]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔκομπος:''' звонкий, громкий (ποδὸς πλαγαί Eur.).
}}
}}