3,253,853
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σῑγηλός:''' -ή, -όν, Δωρ. σῑγᾱλός, <i>-όν</i>, αυτός που ρέπει στη [[σιωπή]], [[σιωπηλός]], [[άφωνος]], σε Σοφ.· <i>τὰ σιγηλά</i>, [[σιωπή]], [[ησυχία]], σε Ευρ. | |lsmtext='''σῑγηλός:''' -ή, -όν, Δωρ. σῑγᾱλός, <i>-όν</i>, αυτός που ρέπει στη [[σιωπή]], [[σιωπηλός]], [[άφωνος]], σε Σοφ.· <i>τὰ σιγηλά</i>, [[σιωπή]], [[ησυχία]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σῑγηλός:''' дор. [[σιγαλός|σῑγᾱλός]] 3<br /><b class="num">1)</b> молчащий, безмолвный, молчаливый Pind., Soph., Eur.;<br /><b class="num">2)</b> лишенный дара речи (τὰ ζῷα Arst.). | |||
}} | }} |