συντράπεζος: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συντράπεζος:''' [ᾰ], -ον ([[τράπεζα]]), [[ομοτράπεζος]], αυτός που δειπνεί στο ίδιο [[τραπέζι]], [[σύντροφος]] στο [[δείπνο]], συνδαιτημόνας, σε Ξεν.· <i>βίον συντράπεζον ἔχειν</i>, [[συζώ]], [[συμβιώνω]] με κάποιον, σε Ευρ.
|lsmtext='''συντράπεζος:''' [ᾰ], -ον ([[τράπεζα]]), [[ομοτράπεζος]], αυτός που δειπνεί στο ίδιο [[τραπέζι]], [[σύντροφος]] στο [[δείπνο]], συνδαιτημόνας, σε Ξεν.· <i>βίον συντράπεζον ἔχειν</i>, [[συζώ]], [[συμβιώνω]] με κάποιον, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''συντράπεζος:''' (ᾰ) едящий за одним столом: συντράπεζον βίον ἔχειν Eur. есть за одним столом.<br /><b class="num">II</b> ὁ сотрапезник Xen., Babr.
}}
}}