φανερόω: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φᾰνερόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[φανερός]])·<br /><b class="num">I.</b> κάνω [[κάτι]] φανερό, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> κάνω γνωστό ή περίφημο — Παθ., [[γίνομαι]] [[τέτοιος]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''φᾰνερόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[φανερός]])·<br /><b class="num">I.</b> κάνω [[κάτι]] φανερό, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> κάνω γνωστό ή περίφημο — Παθ., [[γίνομαι]] [[τέτοιος]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''φᾰνερόω:''' делать явным, (вы)являть, обнаруживать (τὴν [[δόξαν]] [[αὑτοῦ]] NT): ἐφανερώθη ἐς τοὺς Ἓλληνας πάντας μεγίστῃσι δαπάνῃσι Her. он стал известным у всех греков своей чрезвычайной щедростью.
}}
}}