ὁμόκαπος: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμόκᾰπος:''' -ον ([[κάπη]]), [[ομοτράπεζος]], συνδαιτημόνας, στον Αριστ.
|lsmtext='''ὁμόκᾰπος:''' -ον ([[κάπη]]), [[ομοτράπεζος]], συνδαιτημόνας, στον Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμόκᾰπος:''' [[κάπη]] питающийся вместе, т. е. вместе живущий (Arst. - v. l. [[ὁμόκαπνος]]).
}}
}}