εὐπιστία: Difference between revisions

2b
(15)
(2b)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[εὐπιστία]]) [[εύπιστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του εύπιστου, η [[ευκολοπιστία]]<br /><b>2.</b> [[αφέλεια]], [[απλοϊκότητα]], [[ακρισία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εμπιστοσύνη]], [[πεποίθηση]]<br /><b>2.</b> [[ευσεβής]] [[πίστη]].
|mltxt=η (Α [[εὐπιστία]]) [[εύπιστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του εύπιστου, η [[ευκολοπιστία]]<br /><b>2.</b> [[αφέλεια]], [[απλοϊκότητα]], [[ακρισία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εμπιστοσύνη]], [[πεποίθηση]]<br /><b>2.</b> [[ευσεβής]] [[πίστη]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐπιστία:''' ἡ доверие (Aeschin. - v. l. к [[ἀπιστία]]).
}}
}}