ἀεροβάτης: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀεροβάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[βαίνω]]), αυτός που περπατά στον αέρα, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀεροβάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[βαίνω]]), αυτός που περπατά στον αέρα, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀεροβάτης:''' ου adj. m носящийся по воздуху ([[οἶκος]] ἀνέμων Plut.).
}}
}}